ἐντρυφῶ

ἐντρυφῶ
ἐντρυφάω
revel in
pres imperat mp 2nd sg
ἐντρυφάω
revel in
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἐντρυφάω
revel in
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐντρυφάω
revel in
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐντρυφάω
revel in
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐντρυφάω
revel in
pres imperat mp 2nd sg
ἐντρυφάω
revel in
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἐντρυφάω
revel in
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐντρυφάω
revel in
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐντρυφάω
revel in
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐντρυφάω
revel in
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ἐντρυφάω
revel in
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εντρυφώ — εντρυφώ, εντρύφησα βλ. πίν. 60 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εντρυφώ — (Μ ἐντρυφῶ, άω) βρίσκω ευχαρίστηση, απόλαυση, τέρψη σε κάποια απασχόληση αρχ. μσν. διασκεδάζω σε βάρος κάποιου αρχ. 1. απόλ. είμαι ή φαίνομαι τρυφηλός 2. φέρομαι περιφρονητικά ή αλαζονικά σε κάποιον, τόν εμπαίζω 3. παθ. ἐντρυφῶμαι γίνομαι στόχος… …   Dictionary of Greek

  • εντρυφώ — εντρύφησα, αμτβ., βρίσκω σε κάτι ευχαρίστηση, αισθάνομαι απόλαυση με το να ασχολούμαι με αυτό: Εντρυφά στις ιστορικές μελέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσεντρυφώ — έω, Α 1. εντρυφώ επιπροσθέτως 2. εμπαίζω, περιπαίζω επιπροσθέτως («προσεντρυφᾱν τῇ κόρῃ», Ρήτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐντρυφῶ «βρίσκω ευχαρίστηση, φέρομαι περιφρονητικά σε κάποιον, εμπαίζω»] …   Dictionary of Greek

  • εναβρύνομαι — (AM ἐναβρύνομαι) υπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, καμαρώνω, καυχιέμαι αρχ. 1. (απολ.) κορδώνομαι 2. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι 3. δείχνομαι θηλυπρεπής, εκθηλύνομαι 4. έχω κάτι για καύχημα («χώρα εναβρυνομένη ύδασιν», Προκοπ.) …   Dictionary of Greek

  • εναλύω — ἐναλύω (Α) 1. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση ασχολούμενος με κάτι 2. γλεντοκοπώ, οργιάζω 3. περιπλανιέμαι κάπου («ἡ κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ» καθώς περιπλανιέται άτακτα στο μέτωπο, Φιλόστρ.) …   Dictionary of Greek

  • επεντρυφώ — ἐπεντρυφώ, έω (Μ) ασχολούμαι ευχάριστα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εντρυφώ «ασχολούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • επιτρυφώ — ἐπιτρυφῶ, άω (Α) [τρυφώ] εντρυφώ σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ηδονίζομαι — [ηδονή] 1. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές, ιδίως σαρκικές, είμαι φιλήδονος 2. ευχαριστούμαι να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • ηδονικεύομαι — [ηδονικός] 1. βρίσκω ηδονή σε κάτι 2. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”